- ραδιοακτινοβολία
- η радиоизлучение
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ραδιογαλαξίας — ο, Ν αστρον. γαλαξίας που εκπέμπει ισχυρή ραδιοακτινοβολία … Dictionary of Greek
κβάσαρ — (Αστρον.). Ουράνια σώματα, που χαρακτηρίζονται από μεγάλη λαμπρότητα και ισχυρή ραδιοακτινοβολία. Ο όρος κ. (quasar) είναι σύντμηση της αγγλικής έκφρασης quasi stellar radio sources (αστρικές ραδιοπηγές). Τα κ. δεν μπορούν να περιληφθούν σε καμία … Dictionary of Greek